διδάκτρια

διδάκτρια
διδάκτρια, η (Α) [διδάσκω]
δασκάλα («ὦ πόσων κακῶν Εὔα διδάκτρια», Ιωανν. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”